|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θειαφισμένος? — — γενειάζω — εφίζηση — τραχανάς — γαλιμίδι — υδατογράφημα — αποθράσυνση — κατατραυματίζω — εξαρθρωμένος — σκληρόμετρο — ηλιοτυπία — βρυοειδής — γλαυκότητα — σύνθεση — αντίδικος — αμετάδοτος — θηλαίος — κουλτουριάρης — εγκαλλώπισμα — ξεκουτιάρα — φαρφουρένιος — σιγώ |
|||