|
способный; умелый, искусный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово способный? — αξαζούμενος как на (ново)греческом будет слово умелый? — αξαζούμενος как на (ново)греческом будет слово искусный? — αξαζούμενος как с (ново)греческого переводится слово αξαζούμενος? — способный, умелый, искусный — εξωτισμός — εισπηδώ — απανωστοιβάζω — παραξόνιον — καταγέλαστος — συνδαυλισμός — λιποβαρής — αμφίψωμο — λουμπαρδιάρης — αρειανός — καμπάδικος — στρείδι — ζαντολάστιχο — συγχώνεμα — λουμπάγκο — ανασκευή — σπιτικός — φουβού — μπιραρία — έδρανο — αμόλυντα |
|||