|
δοτ. от η #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τή? — — αδρασκελάω — άπτιλος — ενάμιλλος — μακεδόνικος — αχιόνιστος — εκπλάτυνση — βρωμομαμούνα — αορτή — εκτεθαμμένος — στενά — ζωοφάγος — παραμάγερας — επιδέξιο — επιφυλακτικός — ματόχαντρο — σιδηρουργία — δός — συρματουργείο — μαυροκίτρινος — αστερακάνθιον — άσοφος |
|||