Новогреческий словарь
αδιαφόρετα
αδιαφόρετα
без выгоды; бескорыстно
;
τίποτε δέν κάνει ~ — он ничего не делает бескорыстно
;
δανείζω ~ — давать взаймы без процентов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
без выгоды
? —
αδιαφόρετα
как на
(ново)греческом
будет слово
бескорыстно
? —
αδιαφόρετα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδιαφόρετα
? — без выгоды, бескорыстно
#
(ново)греческий словарь
—
θρομβοκυττάρωση
—
σπανίζω
—
αβασάνιστος
—
φυτώριο
—
γαλατερή
—
τοσούτσικος
—
υπτίως
—
αποκλεισμός
—
υφάλμυρος
—
φλοκκιαστός
—
φυματιολογικός
—
εξαντλητικός
—
σκουντάω
—
σαλιάρα
—
υποκαθίσταμαι
—
ασβεστοποιία
—
ξεκάρφωμα
—
ζέβω
—
δίξιφος
—
αυτοταπείνωση
—
βάρδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,