|
ο влюбчивый мужчина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влюбчивый мужчина? — ερωτιάρης как с (ново)греческого переводится слово ερωτιάρης? — влюбчивый мужчина — ανεπιθεώρητος — λιθανθρακωρύχος — βλαχοπούλα — φείδομαι — φλύαρος — άϊ-... — κακείθεν — παραμάγερας — ησκιώνω — ζαρκάδι — υποδουλωτής — συμβουλώ — απορρίπτω — βέρβερι — σαλάγημα — μονοκόκκαλος — πτίλο — βωμός — λιβαδότοπος — ληνοπατητής — ναυσιπλοία |
|||