|
нагнаиваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нагнаиваться? — διαπυούμαι как с (ново)греческого переводится слово διαπυούμαι? — нагнаиваться — ίντερνετ — αλάτινος — κοσμοαντίληψη — αφαλισμός — παιδαγώγηση — μεζεκλής — αποκρεμάδα — οικονομάω — παντοδυναμία — φορτικός — σλαυόφωνος — καδρόνι — απήχηση — αλληλοδιάδοχα — γεώλοφος — αρίφνητος — δεμάτιο — ιδεολογικός — άτσαλα — μεταξόνιο — εθελοθυσίο |
|||