|
αόρ. от προστρέχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προσέδραμον? — — ψοφοζώ — μορμαρογλύπτης — λαϊκοαπελευθερωτικός — αντάμης — βάφτισμα — υπαίτιος — προΐσταμαι — ξεροκόμματο — αναπαίτητος — κοσμητεία — λαγοκούνελο — κέρασος — εβδομηκοστός — μπουκίτσα — εμέ — μπριζολάκι — κλειδοθήκη — ξεσκονόπανο — αγναντερός — αγράμπελη — εξάγνιση |
|||