Новогреческий словарь
προσέδραμον
προσέδραμον
αόρ. от προστρέχω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
προσέδραμον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πεντακοσιοστός
—
τεκμηρίωση
—
φώλιασμα
—
συσσωμάτωση
—
κουτσοπερνώ
—
κολώνια
—
ευπρεπής
—
διαβεβαιώνω
—
αταλαιπώρητος
—
γερουσιαστικός
—
μυριάμετρο
—
αγωνοθεσία
—
ομβρελλοπονός
—
πανσοβιετικός
—
ενήλιξ
—
παπλωματού
—
αγριοβαλανίδι
—
καταχτώ
—
τζιριτζάντζουλα
—
πολυφάγος
—
έντιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве