|
рыть, копать; ~ χαρακώματα — рыть окопы; === υπερβαίνω (или υπερβάλλω) τά εσκαμμένα — выходить за рамки приличия; ~ τόν λάκκον μου — рыть самому себе яму; όποιος ~ει τό λάκκο τού αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα — посл. [phrase]не рой яму другому, сам в неё попадёшь[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рыть? — σκάβω как на (ново)греческом будет слово копать? — σκάβω как с (ново)греческого переводится слово σκάβω? — рыть, копать — κρώζω — χοντροφτειαγμένος — αμαλάκυντος — ανθόστρωτος — απόδειξη — μεταξοπαραγωγή — βενζινοπώλισσα — χωρητικότητα — ομφαλός — γονοκοκκίαση — ανθήρας — βιοπαλαιστής — πώρινος — χηλοφόρα — εκκοιλαίνω — πιατοθήκη — καρπικά — γκιζεράω — καταπράϋνση — ψυχοπαραδέρνω — ανδρικός |
|||