|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καναρινάκι? — — μαϊνάρω — πληρωτέος — διακοσάρι — φωτοδότης — εκμεταλλεύτρια — ναρκοθετώ — οποσηδήποτε — ευθηνός — αρσίν — στροφίς — βραδύπους — προηγούμενος — προβληματικός — ηλεκτροδυναμική — πρόσληψη — ανάκλιντρον — τραντάζω — τρανεύω — ανάφλεξη — αιτιατόν — υίόθετος |
|||