|
предаваться, отдаваться; ~ομαι στην επιστήμη — отдаваться науке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предаваться? — δίνομαι как на (ново)греческом будет слово отдаваться? — δίνομαι как с (ново)греческого переводится слово δίνομαι? — предаваться, отдаваться — φορτωτικά — άσπρο — χορταρένιος — γραμματόπλεγμο — συμμαζεμένος — ψυλλίζω — κουφιοκέφαλος — σαρκοφαγία — επιδαπέδιος — ανομοιωτικά — κόμης — περιποιητικός — εκχιονισμός — νομάρχης — καγκουρό — εξωκοινοβουλευτικές — ανείπωτος — διασκόπηση — τραβηχτός — διανυκτερεύω — σύνθετος |
|||