Новогреческий словарь
γκάβρα
γκάβρα
η
карканье
;
===
μέ κακοκεφιάζει η ~ τους — [phrase]мне действует на нервы их брань[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
карканье
? —
γκάβρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γκάβρα
? — карканье
#
(ново)греческий словарь
—
υποτροπιασμός
—
ακροβάτις
—
υφασμάτινος
—
ακριανός
—
κωμικό
—
ρικνός
—
μυθοποιώ
—
ανθρωπομορφισμός
—
μεταποιημένος
—
φορβειά
—
αλόφωτος
—
αλαταποθηκάρνος
—
οικόσιτος
—
ανταπεργός
—
κατάπλατα
—
λαγκεύω
—
επισκότηση
—
τριακονταπλάσιος
—
ξεφαντωτής
—
μακαρονοποιείο
—
ζωγρώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω