|
посадить кляксу (на что-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посадить кляксу? — μουντζαλιάζω как с (ново)греческого переводится слово μουντζαλιάζω? — посадить кляксу — ανακλητικός — διακόσα — ανιδιοτελής — ματαρχίζω — μουτζώνομαι — μεταγλωττισμένος — αμυγδάλωμο — ημισφαιροειδής — φεγγαράδα — νεαρότητα — δήλωση — ξεκουτιάρης — λαγκαδότοπος — βουτυρόγαλα — εταιριστής — εκπληκτικός — αμφίκαμπτος — δοκιμάστρια — μισερός — άτρητος — λιάζω |
|||