|
1) искать руду; 2) добывать руду #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово искать руду? — μεταλλεύω как на (ново)греческом будет слово добывать руду? — μεταλλεύω как с (ново)греческого переводится слово μεταλλεύω? — искать руду, добывать руду — επτάγωνος — γκλαμουριά — χαλικωτός — πολιτικός — αναπαράγω — άτσαλα — απειροστός — ηχοαπορροφητικός — κατάδικος — Νεκτάριος — σορόπιασμα — απόστροφος — αρρυθμία — κατευθύνω — καβουρδιστήρι — συνδιοικώ — απαράλλακτα — αθάρρευτος — γονατώ — αρκουδιστά — πρωτοχρονιά |
|||