Новогреческий словарь
προτελευτώ
προτελευτώ
умереть, скончаться раньше
(кого-л.) [x:trans]умереть раньше, скончаться раньше[/x:trans]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
умереть раньше
? —
προτελευτώ
как на
(ново)греческом
будет слово
скончаться раньше
? —
προτελευτώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
προτελευτώ
? — умереть раньше, скончаться раньше
#
(ново)греческий словарь
—
μυδοκαλλιεργητής
—
ποιοτικός
—
επιστολογράφος
—
δημοσίευμα
—
κουτσομπόλα
—
αποθηριώνομαι
—
ομίχλη
—
υπερπληθυσμός
—
αλληγορικός
—
χοντροχωριάτης
—
κρίση
—
απράντο
—
αντιβεντετικός
—
χημείο
—
τοξικολογία
—
μελετήτρια
—
βιβλιεμπορικός
—
πιστόλι
—
νύξ
—
μεταξοϋφαντουργός
—
γεννητουροποιητικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,