|
лежать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лежать? — οριζοντιώνομαι как с (ново)греческого переводится слово οριζοντιώνομαι? — лежать — ξεφτώ — βιαιοπραγώ — εξοίδηση — βουρδούλακας — ξανασπρίζω — δερβέναγας — οροφιαίος — γυναικομανία — απιστομάω — ζαβομάρα — τετράδιο — αναδαμαλισμός — ασπροκιτρινίζω — μηκύνω — αναβρυτήριο — ψαροκάικο — ανασβολιάζω — ακαμίνευτος — αναδιάρθρωση — παλιοσκρόφα — κωλογάμητος |
|||