|
центробежный; ~ δύναμις — центробежная сила #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово центробежный? — φυγόκεντρος как с (ново)греческого переводится слово φυγόκεντρος? — центробежный — αξιόλογος — ανορθόγραφος — λυκόσκυλο — κοκκάλα — κρασοκατάνυξη — φωτοστεφάν — επεξηγηματικός — πεινώ — επαναπατρίζω — αρκουδόβατος — μετρονομία — αφαιρετέος — γονός — δακτυλίδωση — βασιλομήτωρ — σφαιρικά — χαώδης — καρδιοπονώ — κουμπώνομαι — φρένα — σκεπτικιστής |
|||