|
το прицел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прицел? — σκοπευτικο как с (ново)греческого переводится слово σκοπευτικο? — прицел — μυθολόγος — διόγκωση — καλοχώνευτος — σαϊτεύω — ξελογιάζομαι — δικύλινδρος — ερωτοληψία — αγρυρομαραγγιάζω — φυσικοθεραπεύτρια — πνίγω — μουχλιασμένος — τσαλαπατώ — αποσμβουλεύω — ψυχοθεραπευτής — ακτιος — μπουναμάς — πλιατσικολόγος — σαΐνης — Λονδίνο — πρόσπερα — παντοδυναμία |
|||