Новогреческий словарь
σκοπευτικο
σκοπευτικο
το
прицел
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прицел
? —
σκοπευτικο
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκοπευτικο
? — прицел
#
(ново)греческий словарь
—
ποίμνη
—
πλάσιμο
—
καταδεικτικός
—
εντεροπληγία
—
αιματολόγος
—
αξαδέρφισσα
—
ρατσίστρια
—
ασύνακτος
—
ωτοσκόπηση
—
επετειακός
—
πανδημία
—
σύγυρο
—
γητεύτρα
—
φιλαυτία
—
μορφωμένος
—
νευροπληξία
—
σχηματίζω
—
κωλο-
—
καλυτέρευση
—
αβγοδάρτης
—
ερωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве