|
το молитвенник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молитвенник? — προσευχητάρι как с (ново)греческого переводится слово προσευχητάρι? — молитвенник — φαραώ — ξεκαμωμός — εφέντης — επταπέταλος — ομορφαίνω — συναρμόζω — αρχικελευστής — πλήρης — ακατάρρευστος — τράχηλος — αναληθές — σέλας — πέννα — ευμετακίνητος — συνθέτης — δεξιώνομαι — πασπάτεμα — οινόμετρο — σπονδείος — συνομιλία — φλόγισμα |
|||