|
η 1) зола; 2) вода с золой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зола? — αλυσίβα как на (ново)греческом будет слово вода с золой? — αλυσίβα как с (ново)греческого переводится слово αλυσίβα? — зола, вода с золой — αναγορεύσιμος — δάκτυλο — ασυγκόλεστος — γραία — συγκατατάσσομαι — αψιδιά — μπαξεβανικά — ουτοπιστικός — νευρωτικός — ζατρικιστης — γλάκιο — πάγωμα — πληρωμένος — εξαθλιώνομαι — δονούμαι — πολυφαγία — αλανάριστος — παραμυθένια — θρησκευάμενος — δυναμικός — παρανομα |
|||