|
το большой котёл (домашний) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большой котёл? — λεβέτι как с (ново)греческого переводится слово λεβέτι? — большой котёл — μεταλλουργείο — αμουσία — νηματουργία — πουσταριό — Τεμπελοχώρα — φώνημα — σχοίνο — ισραηλινός — γαλακτοφαγία — ενδεικνύομαι — αναπάλλομαι — εταιρεία — παλαμιαίος — εμποράκος — αναρραγίζω — μακροκεφαλία — καζάντισμα — αραπόπουλο — πρέμνο — έξαρση — πανιάζω |
|||