|
без настроения, неохотно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово без настроения? — ακεφα как на (ново)греческом будет слово неохотно? — ακεφα как с (ново)греческого переводится слово ακεφα? — без настроения, неохотно — τυχαία — σκορπιστός — ολιγοδάπανος — habit — βροχαλίδα — κουμπουριάζω — εξομολογητής — διαδοχή — σοβατζής — σαρκίο — ρουλεμάν — θετικότητα — θρησκευτικότητα — στυλίτης — λούομαι — αμετάθετο — τετράγκωνος — αντιμετωπίζω — καμήλα — νυγμός — πυρομαχικά |
|||