|
четырёхлетний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово четырёхлетний? — τετραετής как с (ново)греческого переводится слово τετραετής? — четырёхлетний — πολιτοφύλακας — απηκριβωμένος — κηλιδώνω — τοποτηρητής — εδραιότητα — υδροσκοπικός — αλευρόνερο — σεληνοσκόπιο — υπνωτίστρια — πατσιά — αλβανικά — απονέρι — κορόϊδο — κακοπαίρνω — απόλογος — περισπασμός — προθυμία — υδρογονάνθραξ — απολείτουργα — χρυσή — διάτανος |
|||