|
визжать, верещать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στριγκλίζω? — — κρετίνος — ρινολαλία — ανθρωπομορφισμός — ασυμβούλευτος — σταβέντο — εποχικότητα — ξεμαρκάρω — ψαρευτική — διαυλικός — αυτοκυβέρνηση — αποδήμηση — συγκατέχω — ναζισμός — ανακατατάσσω — αμοιβαίος — αποσταγμένος — βιολογικός — επίσαξη — λουσμένος — παρακάλιο — επανεκλέγω |
|||