|
η 1) хим. омыление жиров; 2) мыловарение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово омыление жиров? — σαπωνοποίηση как на (ново)греческом будет слово мыловарение? — σαπωνοποίηση как с (ново)греческого переводится слово σαπωνοποίηση? — омыление жиров, мыловарение — απαρακώλυτος — γάγγλιο — ωοθηκίτις — ανομοιωτικά — γαργαλάω — μετροτράπεζα — ακάμπιαστος — γραμματοφύλακας — τήξη — ανάκυρτος — αρκουδόβατο — γιουχάρισμα — αποστάτισσα — ζωοχημικός — χαρτοπετσετούλα — αμυγδαλοκατόκτης — μερικό — αντιλήπτωρας — φλέτουργος — βυθοκόρηση — αμπελοκλαδευτής |
|||