|
ο пекарь, рабочий хлебопекарни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пекарь? — αρτεργάτης как на (ново)греческом будет слово рабочий хлебопекарни? — αρτεργάτης как с (ново)греческого переводится слово αρτεργάτης? — пекарь, рабочий хлебопекарни — κρυστάλλων — δίκροκος — ειρηνοποίηση — αμπογιάντιστος — τηγανίζω — αλπακάς — ασχημούτσικος — αποφορτίζω — κατατρίβομαι — λιθογνώμωνας — ά — βούλομαι — καινούργιος — πτεροθύσανος — ρηθείς — αχειρούργητος — παράλειψη — προσδοκία — αναδρομικώς — ημικύκλιος — αυλακιάζω |
|||