|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λαπαροσκόπιο? — — δίζυγο — ασκοτείνιαστα — περιοριστικός — κοντός — αιθέριο — φελλάχος — ηθικός — διυλιστός — αρχειοθέτης — δυσαρμονία — ανθοστρώνω — επικόρμιον — σπυρί — υπερσιτισμός — απάντεχος — σκληροκαρδος — απροβούλευτος — γυρίζω — διαλαλίζω — μπακαλόπαιδο — βαριακούω |
|||