|
το спешивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спешивание? — ξεκαβαλλίκευμα как с (ново)греческого переводится слово ξεκαβαλλίκευμα? — спешивание — γουρσουζιά — βεραντάκι — σπόρτσμαν — δανειολήπτρια — απαργύρωση — μανούσι — αποχωσιάζω — λεξικογράφηση — ντομπροσύνη — αυτοματοποίηση — υφηγητικός — ξεσέλλωτος — εναντίωμα — ελικωτός — αυτοβιογραικός — αμμοκονία — μαρτυριάρισσα — ξώδερμα — προπαντός — ξασχημίζω — υδρωπικός |
|||