|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συμπαράταξη? — — γαληνιαίος — οδοντοτεχνία — γυφτουλασιά — διεύρυνση — μπιμπελό — αργεμός — συνεκφορά — Αφγανός — θρόμβωση — ασύνδετον — συμβατικότητα — ποικιλία — ενδιαφερόμενος — θρησκευτικότητα — επίσωτρον — υποκύπτω — ελαφρομυαλιά — σποδιά — ραντιστήρας — προτεραίος — πιστωτής |
|||