|
засахаренный (о варенье) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово засахаренный? — ζαχαρωμένος как с (ново)греческого переводится слово ζαχαρωμένος? — засахаренный — σκοτοδινίαση — ανεβατός — διάτυλος — ξυλοτόμος — κατράμωμα — βραδύπλους — τριχίας — ολοκαύτωμα — πέρδομαι — αγριοκέρασο — κινηματογραφόφιλος — κανονικά — αμερικανικός — νιτροκυτταρίνη — μακελλεύομαι — ελεφαντιώ — λειψός — παιδότοπος — τομή — αστεροειδώς — μελισσοκομείο |
|||