|
запечатывать; опечатывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запечатывать? — ενσφραγίζω как на (ново)греческом будет слово опечатывать? — ενσφραγίζω как с (ново)греческого переводится слово ενσφραγίζω? — запечатывать, опечатывать — ανεπίδετος — εμπληρώνω — διαβολάκος — διδακτέος — ανασταλτικά — μονοχρονής — μεταγωγικός — νερομπούκαλο — προάγγελμα — παρεμπρός — κάλλιο — καταπτόηση — οικογενειακότητα — διαδηλώτρια — θειαφότοπος — ακαταφρόνετος — αφαλόκομμα — γενναιοδωρία — ληστοπραξία — αιματόβρεχτος — δυναμογράφος |
|||