|
январский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово январский? — γενναριάτικος как с (ново)греческого переводится слово γενναριάτικος? — январский — ξετίναγμα — πονόδοντος — παροχετευτικός — ιστιορραφίδα — μισολησμονημένος — φαναρτζοδουλειά — καλλιτέχνημα — δεκάτευμα — κολεγιόπαιδο — ύποπτος — αμμωνιούχος — δημοκοπώ — αρτηριοσκλήρυνση — εξανθώ — απολνώ — αντιξιφισμός — ακατάλυτα — μεταλλωρυχείο — αποκυλίζω — παρατήρημα — σχιζοφρενία |
|||