|
уст. голубоватый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово голубоватый? — βένετος как с (ново)греческого переводится слово βένετος? — голубоватый — γλυγούδι — νεύση — μαλακτικότητα — κακοδιάθετος — αναγνώσιμος — αμαύριστος — ριντό — ξυλοφάος — έμμηνα — εύσημο — απάδων — αψιλία — πολυθεσία — μαστάρι — βαγιοκλαδίζω — εξαρχαϊσμός — νεοθωμισμός — ταχυδρομικός — έιπα — θωρακοφόρος — απόσχολα |
|||