|
обуваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обуваться? — υποδένομαι как с (ново)греческого переводится слово υποδένομαι? — обуваться — λαοκράτης — ηλεκτροακουστικός — ξεπέτα — εφελκίδωσις — χελιδόνισμα — εξάδιπλος — γραμματεία — πλατάγισμα — φρικαλέος — αδόλεσχος — νιζάμης — επιβαρυντικός — εύλυτος — επιστήριξις — χαλασιά — αδελφομίκτις — απομίμηση — ιέρισσα — σταχολογώ — διεκροή — ακίνητα |
|||