|
η 1) европейка; 2) католичка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово европейка? — Φράγκισσα как на (ново)греческом будет слово католичка? — Φράγκισσα как с (ново)греческого переводится слово Φράγκισσα? — европейка, католичка — διψαστικός — δεντρώνας — λοφίσκος — μαλάττω — δίκωλος — αναδιοργανώνω — σιάχνω — ειδοποιημένος — ανεξάρτητα — διαβάζομαι — προβλέψιμος — νηνεμία — κανίβαλος — τεϊόδενδρο — ρίζα — ερμηνεύω — ενοποιημένος — πλινθουργείο — αποσβεστήρας — αντιμιασματικός — εθελόδουλος |
|||