|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μέθεξη? — — γυμνότητα — βενετσιάνικα — ανσχαίνω — γωνιογνώμωνας — αντιρρητικός — ορνιθοτρόφος — δωρητής — βάθρακας — παγιώνω — δαφνοφόρος — σακχαροειδής — μαργαϊκός — ανθηρότητα — Ρωμιά — εδραμον — κρανιοσκοπικός — σαπιοκωλάκιας — υπερφιάλως — λόχη — τσοπαναριό — εύδρομος |
|||