|
το 1) ходьба, вышагивание; μισή ώρα ~ — полчаса ходьбы; 2) походка; τόν καταλαβαίνω απ' τό ~ — узнавать (__кого-л.__) по походке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ходьба? — περιπάτημα как на (ново)греческом будет слово вышагивание? — περιπάτημα как на (ново)греческом будет слово походка? — περιπάτημα как с (ново)греческого переводится слово περιπάτημα? — ходьба, вышагивание, походка — συνταγολόγιο — ώσμωση — φωσφορικός — αυτανάφλεκτος — οξύμωρο — δυσπραγώ — νοβοκαΐνη — ασφυκτικώς — λιθόκονις — βρόμι — διαστασιοποιούμαι — θεαματικός — τσαρικός — αλογουρά — ακαμάτεμα — τεχνητό — κατάστημα — χλωροφόρμιο — σπλαχνούμαι — έπαε — υπερούσιος |
|||