|
чихать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναγκάζομαι? — — ειρωνικός — περίγλυφος — χιλιοπλάσιος — πολυβολώ — εύληπτος — αναθίβαλμα — πολυίατρείο — αντιπληθωριστικός — αντιμένω — ολιγοσαρκία — γλάστρα — σωριάζομαι — ψιλοβρόχι — ψυχοπαθητικός — γυφταριό — γελάδα — οφφίκιο — ξάγρυπνος — βιβλιολατρία — ποδένω — ηπατολογικός |
|||