αρτοποιητικός

формы словаβ
αρτοποιητικός
хлебопекарный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово хлебопекарный? — αρτοποιητικός
как с (ново)греческого переводится слово αρτοποιητικός? — хлебопекарный


κατουριέμαιτροχιοδείκτηςκάτοικοςκελαϊδισμόςχαριτολόγημαζωοπαράσιταβομβυκοτρόφοςδιμήνιπλουσιοπάροχαυποτροπίασηκοχλασμόςμαδαρότηςαλπινίστριαυπερκεράτωσιςπολυφασικόςεξακοσιετηρίδααλληλοδιαψεύδομαιαποστάτριαπερίζωμαεγκύπτωπαρωχημένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit