|
хлебопекарный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлебопекарный? — αρτοποιητικός как с (ново)греческого переводится слово αρτοποιητικός? — хлебопекарный — κατουριέμαι — τροχιοδείκτης — κάτοικος — κελαϊδισμός — χαριτολόγημα — ζωοπαράσιτα — βομβυκοτρόφος — διμήνι — πλουσιοπάροχα — υποτροπίαση — κοχλασμός — μαδαρότης — αλπινίστρια — υπερκεράτωσις — πολυφασικός — εξακοσιετηρίδα — αλληλοδιαψεύδομαι — αποστάτρια — περίζωμα — εγκύπτω — παρωχημένος |
|||