|
вызывакщий чиханье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вызывакщий чиханье? — πταρμικός как с (ново)греческого переводится слово πταρμικός? — вызывакщий чиханье — αυτοπροσώπως — γερντάνι — μυρωμένος — κομμουνιστοσυμμορίτης — θαμά — κορεατικά — αρχιτελώνης — μινθέλαιον — δασάρχης — ξελαρυγγίζομαι — μομία — ραδιουργώ — σκουληκαντέρα — λιθολόγος — καλοδιοικούμενος — αραποφάσουλο — ξελεπίζω — πατάνη — αχρόνος — ζενγαρωτά — αμφισημία |
|||