|
грам. энклитический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово энклитический? — εγκλιτικός как с (ново)греческого переводится слово εγκλιτικός? — энклитический — μποξ — μολυβώνω — κοιλαρά — πληροφορημένος — εκφύλλιση — κρημνίζω — μπακιρτζής — ασοβάτιστος — νευροπαθολογικός — απωθούμαι — Λαμπρά — άβυθος — εμβρυογραφία — ανάθελος — ανάκλιση — εκείθενες — τοσοδούλης — ποταμάκι — πηδαλιούχος — αίθριος — γουρουνόμαντρα |
|||