Новогреческий словарь
επιπεφυκώς
επιπεφυκώς
(-ότος) ο анат.
коньюнктива
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
коньюнктива
? —
επιπεφυκώς
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιπεφυκώς
? — коньюнктива
#
(ново)греческий словарь
—
κεδρών
—
γλιστρώ
—
μαγκούστα
—
καίγομαι
—
καθαρογράφω
—
μοοσοολμάνος
—
καλονοιάζομαι
—
αχρόνιαγος
—
αναπόφευκτος
—
σαβουρρώνω
—
ιστοριοδίφης
—
κεσάτι
—
στρόφαλο
—
απονέκρωση
—
κεφαλαιοκρατισμός
—
μινίστρος
—
πολυκατοικία
—
καθολικεύω
—
λιμενάρχης
—
σύλληψη
—
απροκοπία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω