|
(-ότος) ο анат. коньюнктива #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коньюнктива? — επιπεφυκώς как с (ново)греческого переводится слово επιπεφυκώς? — коньюнктива — γλυκοπύρηνος — αλώβητος — παρερμηνεία — ανελικτός — χέζω — ρητινοφόρος — αρνησικυρία — ανομοιομορφία — βιομετρία — ξεπρήζομαι — ανεξέρασμα — ισχυροί — σόττος — εγκαινίασμα — καταπροδίνω — ηλιόκηυστος — ηλεκτρομαγνήτης — θαλάσσωμα — νεοσσεύω — οίκοι — μεταλλειολογία |
|||