Новогреческий словарь
γηρασμός
γηρασμός
ο
старение
;
===
δέν έχει ~όν — [phrase]он не стареет[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
старение
? —
γηρασμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
γηρασμός
? — старение
#
(ново)греческий словарь
—
ανθιβόλιο
—
ευχέτης
—
συνέβγαλμα
—
σισανές
—
σαγματοπώλης
—
βεράντα
—
απηλογιούμαι
—
στρατοκρατικός
—
αφιλάνθρωπος
—
πούθε
—
σωσίβιο
—
ανθομυρίζω
—
καμινέας
—
αποστακτικός
—
λειτουργιέμαι
—
βαπορτζής
—
ράβδισμα
—
ακανθοφόρος
—
σέλινο
—
σπαρτιάτικα
—
χωροσταθμώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,