|
ο старение; === δέν έχει ~όν — [phrase]он не стареет[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старение? — γηρασμός как с (ново)греческого переводится слово γηρασμός? — старение — φαβορί — αεροθλίπτης — δονούμαι — αστραποβολώ — λουμπαρδιάρης — συνοφειλέτις — νεροπρίονο — παράκληση — παρενοχλητικός — ολιγούτσικος — προγκάω — φέστα — μανδαρινισμός — κορβέττα — προεκβάλλω — απαθανατισμός — γλωσσομαθής — παπλωματάς — πεθαμένος — βεβαιωτής — γυροφέρνω |
|||