|
мат. дифференцировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дифференцировать? — διαφορίζω как с (ново)греческого переводится слово διαφορίζω? — дифференцировать — παρασπόνδησις — βιταμίνες — λεπτόγαιος — μελόψωμο — πεζικάριος — φρούτο — εγερτικός — θείο — φυσιολόγος — φράζω — γονυκλινώς — μεθόρια — μελιτοφόρος — ρυπαρογράφημα — προτεραία — γεναριάτικος — άστειφτος — κεφαλαιοκρατικά — αγαλούχητος — κυματικός — υπερέχω |
|||