Новогреческий словарь
διαφορίζω
διαφορίζω
мат.
дифференцировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дифференцировать
? —
διαφορίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαφορίζω
? — дифференцировать
#
(ново)греческий словарь
—
ευλόγηση
—
γραφέας
—
χαλκοτοπία
—
συνεταιρισηκός
—
εδικτον
—
αντιποιητικός
—
αγρεύσιμος
—
εκτρέπομαι
—
ροδαλός
—
σαπουνόνερο
—
διεύθυνση IP
—
ασβεστώδης
—
αισχρολογικός
—
σήψη
—
πρακτικός
—
ξεβρακώνομαι
—
ανάμα
—
αποτείνομαι
—
Μανουσάκης
—
εμορφιά
—
βολικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве