επιφαινόμενον

формы словаβ
επιφαινόμενον
το филос., мед. эпифеномен



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово эпифеномен? — επιφαινόμενον
как с (ново)греческого переводится слово επιφαινόμενον? — эпифеномен


δεματώνωαυθαίρετοσπληνεκτομίοδόσιμοεκκλησάρηςσυγκρότησηβάθροαναπόφευκτοςαλευρωμένοςπορτοκαλίαντικατοπτρίζομαιατμολέβηταςκαμπανίτσααμέρωτοςεπιστόμωσηοκλαδόνκαρπωτήςσκοταδίστριασκάφτωτεχνηέντωςάπλαινα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit