|
το филос., мед. эпифеномен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эпифеномен? — επιφαινόμενον как с (ново)греческого переводится слово επιφαινόμενον? — эпифеномен — δεματώνω — αυθαίρετο — σπληνεκτομίο — δόσιμο — εκκλησάρης — συγκρότηση — βάθρο — αναπόφευκτος — αλευρωμένος — πορτοκαλί — αντικατοπτρίζομαι — ατμολέβητας — καμπανίτσα — αμέρωτος — επιστόμωση — οκλαδόν — καρπωτής — σκοταδίστρια — σκάφτω — τεχνηέντως — άπλαινα |
|||