|
η безденежье, нехватка денег #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безденежье? — αχρηματία как на (ново)греческом будет слово нехватка денег? — αχρηματία как с (ново)греческого переводится слово αχρηματία? — безденежье, нехватка денег — πνευματικός — μπιχλιμπίδια — μέγιστος — υφαλμυρίζω — πικροθάλασσα — απόγευμα — εμπειριοκριτικισμός — εκτίω — δερμοτοπώλης — ληστοκρατούμαι — μύλαξ — κυκεώνας — προμήκης — εγωλατρεία — χαραδριός — τειχοδομία — πολυακόρεστος — ογκόλιθος — πλανιέμαι — αναγνώστρια — ασβέστης |
|||