|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ραντιέρικος? — — χίλιοι — επίτονος — κατοικητήριον — πατσιά — σγουρομάλλης — αντιμισθία — πρωθιεράρχης — ηλιοτρόπιο — πολυζηλεμένος — άργεμον — κομματόσκυλο — ευφραδής — αραιοκατοικημένος — αμαξάλογο — τελειομανία — κουμάρι — θρησκειολογία — γεματούτσικος — δεκατετραετία — παπουτσάκι — καυσιμότητα |
|||