|
γεν. от εγώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μού? — — σαλτιμπάγκος — ίντσα — ασύγκλητος — πρόσχωμα — νάρκισσος — λιπαντικό — σαύρα — κούκλα — βενζινόκολλα — σκαλτσάτος — λαθράκιασμα — μικροβιομετρία — τριμερώς — πετσοκοφτώ — κάθου — γιδερό — αεράγημα — διευκρινής — απροσαγόρευτος — ευδοκίμηση — ξεγελαστής |
|||