|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακατάστατα? — — αναλογίζω — ναυαρχικο — απείθεια — απρωτοκόλλητος — επισωρευτικός — καράφλας — ιλιγγιωδώς — αντρειότη — υπογλυκαιμία — τρίφτης — κουρντιστήρι — επερώτηση — ατμοδύναμη — αγωγιάζω — τυχοδιώκτρια — αξυράφιστος — δικαιοσύνη — μάχαιρα — μηλοπεπονιά — βρογχικά — πατρογονικά |
|||