|
причинять большое горе #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово причинять большое горе? — καταλυπώ как с (ново)греческого переводится слово καταλυπώ? — причинять большое горе — επίλαρχος — επικυρτώ — αμετρολογία — φουρνίρω — δείλιασμα — μπουνατσάρει — αντιπληθωριστικός — δίαρση — λεπτοσανίδα — αδολεσχία — μαύρο — ανεύθυνος — οινοποιείο — διαβούλιο — ξεβασκαμένος — Καναδάς — ηλεκτραρνητικότητα — ακουβάλιστος — ανάκλιση — παραξοδιάζω — περίγειος |
|||