|
кутить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кутить? — μπερμπαντεύω как с (ново)греческого переводится слово μπερμπαντεύω? — кутить — ομοιοπάθεια — περίγειο — γνωστός — λιγυρόφωνος — κιχώρι — πατήκι — φεύγας — υποχωρητικός — σκηνοποιός — μεγαληγορώ — τσίμπος — εμετικός — επταετηρίδα — εξαιτίας — υδραγωγείο — άζωνος — άσφαλτος — συχλιάζω — ιστιοφόρο — διόρραχο — βραδύνους |
|||